- προσωποληψία
- ημεροληψία, προνομιακή μεταχείριση προσώπου σε βάρος άλλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσωποληψία — προσωποληψίᾱ , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc/acc dual προσωποληψίᾱ , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίᾳ — προσωποληψίαι , προσωποληψία respect of persons fem nom/voc pl προσωποληψίᾱͅ , προσωποληψία respect of persons fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψία — η, ΝΜΑ [προσωπολήπτης] χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία … Dictionary of Greek
προσωποληψίας — προσωποληψίᾱς , προσωποληψία respect of persons fem acc pl προσωποληψίᾱς , προσωποληψία respect of persons fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίαι — προσωποληψία respect of persons fem nom/voc pl προσωποληψίᾱͅ , προσωποληψία respect of persons fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίαν — προσωποληψίᾱν , προσωποληψία respect of persons fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωποληψίαις — προσωποληψία respect of persons fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
ԱԿՆԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0026 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c գ. προσωποληψία personarum acceptio Աչառանք. աչառութիւն. երեսպաշտութիւն. ... *Եթէ առից ինչ ʼի ձէնջ ակնառութեամբ: Ո՛չ է ակնառութիւն առաջի Աստուծոյ: Ակնառութիւն ոչ գոյ առաջի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՉԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0266 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. προσωποληψία personae acceptio, velrespectus որ եւ ԱՉԱՌԱՆՔ. Ակնառութիւն. մարդահաճութիւն. երեսպաշտութիւն .... եւ Ակնածութիւն. պատկառանք. ... *Մի՛ աչառութեամբ (կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)